σκοπή

σκοπή
Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (811 κάτ., υψόμ. 210 μ.) στην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, νοτιοδυτικά της Σητείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 938 κάτ.). 2. Μικρός ορεινός οικισμός (228 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (358 κάτ., 7 τ. χλμ.), στην οποία υπάγεται και ο οικισμός Χάνια (130 κάτ., υψόμ. 860 μ.).
* * *
η, ΝΑ
τόπος υψηλός από όπου παρατηρεί κανείς τη γύρω περιοχή, σκοπιά
νεοελλ.
ναυτ. ύφαλος με αμφισβητούμενη θέση ή και ύπαρξη ακόμη
αρχ.
1. παρατήρηση που γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, κατόπτευση («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», Αισχύλ.)
2. παρατηρητήριο τού ουράνιου θόλου, αστεροσκοπείο
3. φρ. «ποιοῡμαι τὴν σκοπήν» — παρατηρώ ολόγυρα (Λούκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- τού σκέπτομαι* + κατάλ. -ή (πρβλ. τρέφω: τροφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκοπή — lookout place fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκόπη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) Σκόπης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπῇ — σκοπάω pres subj mp 2nd sg (doric) σκοπάω pres ind mp 2nd sg (doric) σκοπάω pres subj act 3rd sg (doric) σκοπάω pres ind act 3rd sg (doric) σκοπάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) σκοπάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) σκοπάω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπη — σκοπάω pres imperat act 2nd sg (doric) σκοπάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σκοπάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) σκοπέω behold pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ γαμεῖν, ἐάν τις τὴν ἀλήθειαν σκοπῇ… — См. Необходимое зло …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σκοπῆι — σκοπῇ , σκοπάω pres subj mp 2nd sg (doric) σκοπῇ , σκοπάω pres ind mp 2nd sg (doric) σκοπῇ , σκοπάω pres subj act 3rd sg (doric) σκοπῇ , σκοπάω pres ind act 3rd sg (doric) σκοπῇ , σκοπάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) σκοπῇ , σκοπάω pres ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπαῖς — σκοπή lookout place fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπαί — σκοπή lookout place fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκοπᾶν — Σκόπη fem gen pl (doric aeolic) Σκόπης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκοπέων — Σκόπη fem gen pl (epic ionic) Σκόπης masc gen pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”